ἐκδότω

ἐκδότω
ἔκδοτος
given up
masc/fem/neut nom/voc/acc dual
ἔκδοτος
given up
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
ἐκδίδωμι
give up
aor imperat act 3rd sg
ἐκδότης
one who farms out contracts
masc gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”